Τι ισχύει για αποκλειστικούς προμηθευτές και αποκλειστικότητες αγορών που επιβάλλει ένα δίκτυο και ποια θέματα προκύπτουν; Ποιες οι διαφορές μεταξύ licensing και franchising και τι εννοούμε όταν μια συνεργασία προσδιορίζεται ως light franchise; Τι μπορεί να οδηγήσει franchisors και franchisees στα δικαστήρια;
Συνέντευξη του κ. Δημήτρη Στεφ. Κωστάκη, Δικηγόρο στον Άρειο Πάγο, Νομικού Συμβούλου Franchise, Συγγραφέα του βιβλίου: Franchising, Νομική και Επιχειρηματική Διάσταση
Ο κ. Δημήτρης Κωστάκης Νομικός Σύμβουλος franchise με μεγάλη πείρα σε ό,τι αφορά τις επιχειρηματικές συνεργασίες franchise μας αναλύει διεξοδικά.
Τα θέματα που αφορούν αποκλειστικούς προμηθευτές και αποκλειστικότητες αγορών εξακολουθούν να είναι αιτίες τριβών μεταξύ franchisor και franchisee. Ποιο το πλαίσιο οριοθέτησης αυτών των παραμέτρων και ποια τα σημεία προσοχής;
Η ύπαρξη της ρήτρας αποκλειστικής προμήθειας στις Συμβάσεις Franchise, με την οποία ο Λήπτης υποχρεώνεται να προμηθεύεται τα συμβατικά προϊόντα αποκλειστικά από τον Δότη ή από προμηθευτές που εκείνος θα του υποδεικνύει, δημιουργεί δυστυχώς συνεχή προβλήματα στις συνεργασίες franchise, αφού οι Λήπτες συχνά ισχυρίζονται ότι μπορούν να βρουν και αγοράσουν τα ίδια προϊόντα, σε πολύ χαμηλότερες τιμές, από άλλους βέβαια προμηθευτές.
Κατά το άρθρο 1 παράγρ. (δ) του Κοινοτικού Κανονισμού 330/2010, από τον οποίο διέπεται και στη χώρα μας το Franchising, η υποχρέωση μη άσκησης ανταγωνισμού ορίζεται: α) ως κάθε άμεση ή έμμεση υποχρέωση με βάση την οποία ο αγοραστής-Λήπτης δεν έχει τη δυνατότητα να παράγει, αγοράζει, πωλεί ή μεταπωλεί αγαθά ή υπηρεσίες που είναι ανταγωνιστικά προς τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που αναφέρονται στη σύμβαση και β) ως κάθε άμεση ή έμμεση υποχρέωση του αγοραστή-Λήπτη να αγοράζει από τον προμηθευτή-Δότη ή από άλλη επιχείρηση την οποία υπέδειξε ο προμηθευτής, ποσοστό μεγαλύτερο του 80% των συνολικών προμηθειών του επί των αγαθών ή υπηρεσιών που αναφέρονται στη σύμβαση και των υποκατάστάτων τους στη σχετική αγορά, του ποσοστού αυτού υπολογιζόμενου με βάση την αξία, ή, όταν αυτή είναι η συνήθης πρακτική του κλάδου, με βάση τον όγκο των προμηθειών του αγοραστή-Λήπτη κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Από την ανάγνωση του παραπάνω ορισμού διαπιστώνουμε ότι η υποχρέωση μη άσκησης ανταγωνισμού έχει ουσιαστικά δύο σκέλη, αναλυόμενη έτσι σε δύο επιμέρους υποχρεώσεις : α) στην υποχρέωση του αγοραστή-Λήπτη να μην εμπορεύεται ανταγωνιστικά προς τα συμβατικά προϊόντα ή υπηρεσίες (προώθηση συγκεκριμένου σήματος ή single branding) και β) στην υποχρέωση του αγοραστή-Λήπτη να προμηθεύεται τα συμβατικά προϊόντα ή τις υπηρεσίες από συγκεκριμένη πηγή (αποκλειστική προμήθεια).
Περαιτέρω, στο άρθρο 5 του Κανονισμού 330/2010 περιλαμβάνεται ένας κατάλογος υποχρεώσεων οι οποίες, εφόσον περιέχονται σε κάθετες συμφωνίες, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού. Αυτό σημαίνει ότι στην περίπτωση που μία ή περισσότερες από αυτές τις υποχρεώσεις περιέχονται σε μία κάθετη συμφωνία, όπως είναι το Franchising, το ευεργέτημα της ομαδικής απαλλαγής, δηλαδή ουσιαστικά της νόμιμης επιβολής της συγκεκριμένης υποχρέωσης, χάνεται μόνο για το τμήμα εκείνο της συμφωνίας στο οποίο περιέχεται κάποια ή κάποιες από αυτές τις υποχρεώσεις, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι το υπόλοιπο τμήμα της συμφωνίας μπορεί να διαχωρισθεί από τις μη απαλλασσόμενες υποχρεώσεις. Ο προαναφερθείς κατάλογος περιλαμβάνει και την ακόλουθη, αφορώσα και στο Franchising, υποχρέωση, η οποία δεν καλύπτεται από την ομαδική απαλλαγή:
Οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση υποχρέωση μη άσκησης ανταγωνισμού, το περιεχόμενο της οποίας αναλύθηκε αμέσως παραπάνω, η χρονική διάρκεια της οποίας είναι απεριόριστη ή υπερβαίνει τα πέντε έτη [άρθρο 5, περίπτ. (α)]. Όμως, ο παραπάνω χρονικός περιορισμός των πέντε ετών δεν ισχύει εφόσον τα συμβατικά αγαθά ή οι υπηρεσίες πωλούνται από τον αγοραστή-Λήπτη μέσα από χώρους και οικόπεδα που είτε ανήκουν στην κυριότητα του προμηθευτή-Δότη, είτε έχουν μισθωθεί από αυτόν και οι εκμισθωτές είναι τρίτα πρόσωπα μη συνδεδεμένα με τον αγοραστή-Λήπτη, υπό την απαραίτητη όμως προϋπόθεση ότι η χρονική διάρκεια της τεθείσας υποχρέωσης μη ανταγωνισμού δεν υπερβαίνει το χρονικό διάστημα κατοχής των χώρων και οικοπέδων από τον αγοραστή-Λήπτη. Ο δικαιολογητικός λόγος αυτής της εξαίρεσης είναι ότι, κατά κανόνα, δεν αναμένεται εύλογα από έναν προμηθευτή-Δότη να επιτρέπει την πώληση ανταγωνιστικών προϊόντων από χώρους και οικόπεδα που ανήκουν σε αυτόν, χωρίς την άδειά του. Η εξαίρεση όμως αυτή δεν καλύπτει τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούνται σχετικά με την ιδιοκτησία για την παράκαμψη του ορίου των πέντε ετών.
Υποχρέωση μη άσκησης ανταγωνισμού σιωπηρά ανανεώσιμη πέραν της πενταετίας λογίζεται ότι συνάπτεται για απεριόριστο χρόνο και συνεπώς δεν καλύπτεται από τον Κανονισμό 330/2010. Όμως, καλύπτεται η υποχρέωση μη άσκησης ανταγωνισμού εφόσον η πέραν της πενταετίας ανανέωση απαιτεί ρητή συγκατάθεση και των δύο μερών της σύμβασης και ο αγοραστής-Λήπτης δεν αντιμετωπίζει κανένα εμπόδιο για να απαλλαγεί από αυτή την υποχρέωση μετά την πάροδο της πενταετίας. Το χρονικό όριο της πενταετίας δεν αναφέρεται στο σύνολο της σύμβασης αλλά στον όρο μη ανταγωνισμού. Με αυτή την έννοια η σύμβαση μπορεί εγκύρως να έχει μεγαλύτερη διάρκεια από τον όρο μη ανταγωνισμού. Η μη απαλλαγή της υποχρέωσης μη ανταγωνισμού για αόριστο χρόνο ή για χρόνο που υπερβαίνει την πενταετία έχει σκοπό να εξαναγκάζει τα συμβαλλόμενα μέρη να ανανεώνουν σε σχετικά μικρά χρονικά διαστήματα την περί μη ανταγωνισμού απόφασή τους. Αλλεπάλληλες ανανεώσεις δεν ισοδυναμούν με υποχρέωση μη ανταγωνισμού αορίστου χρόνου. Περαιτέρω, επειδή σκοπός της διάταξης είναι η αποτροπή υπέρμετρων δεσμεύσεων του αγοραστή-Λήπτη, δεν υπάγονται στο άρθρο 5 περίπτ. (α) του Κανονισμού οι περιορισμοί που αναλαμβάνει ο προμηθευτής-Δότης, όπως π.χ. η υποχρέωση αποκλειστικού εφοδιασμού του αγοραστή-Λήπτη.
Η επιβαλλόμενη στον Λήπτη υποχρέωση να πωλεί μόνο προϊόντα προερχόμενα από τον Δότη ή από προμηθευτές που αυτός επιλέγει θεωρείται απαραίτητη για την προστασία της καλής φήμης του δικτύου.
Από την προηγηθείσα ανάλυση γίνεται φανερό ότι η διάταξη του άρθρου 5 περίπτ. (α) του νέου Κανονισμού δημιουργεί σοβαρότατα προβλήματα στις Συμβάσεις Franchise, οι οποίες συνήθως συνάπτονται για χρόνο μεγαλύτερο της πενταετίας. Πολύ περισσότερο μάλιστα που ο πρώτος Κανονισμός 4087/88 όχι μόνον δεν περιείχε τέτοιου είδους πρόβλεψη αλλά επέτρεπε, υπό προϋποθέσεις, την επιβολή από τον Δότη στον Λήπτη, καθ’ όλη τη διάρκεια της συμβατικής τους σχέσης, τόσο της υποχρέωσης μη εμπορίας ανταγωνιστικών προς αυτά του Δότη προϊόντων, όσο και της υποχρέωσης αποκλειστικής προμήθειας των συμβατικών προϊόντων από συγκεκριμένη πηγή. Όμως, ευτυχώς για το Franchising, μετά από πίεση που ασκήθηκε κυρίως από τη γερμανική αντιπροσωπεία η Επιτροπή διατύπωσε στις Κατευθυντήριες Γραμμές για την εφαρμογή του Κανονισμού (παράγρ. 190) την άποψη ότι «η υποχρέωση μη άσκησης ανταγωνισμού αναφορικά με τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που αγοράζονται από τον Λήπτη δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγρ. 1 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, δηλαδή ουσιαστικά η επιβολή της είναι νόμιμη, όταν η εν λόγω υποχρέωση είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη της κοινής ταυτότητας και της φήμης του Δικτύου Franchise. Σε τέτοιες περιπτώσεις η διάρκεια της υποχρέωσης μη άσκησης ανταγωνισμού δεν αποτελεί σημαντικό στοιχείο σύμφωνα με το άρθρο 101, παράγρ. 1, εφόσον δεν υπερβαίνει τη διάρκεια της ίδιας της Σύμβασης Franchise». Σε επίρρωση μάλιστα της άποψης αυτής η Επιτροπή, στην αμέσως επόμενη παράγραφο των Κατευθυντήριων (παράγρ. 191) και συγκεκριμένα στο εκεί παρατιθέμενο παράδειγμα δικαιόχρησης (franchising), αναφέρει ως επιδεκτική απαλλαγής Σύμβαση Franchise διάρκειας 10 ετών στην οποία περιλαμβάνεται ρήτρα μη ανταγωνισμού, καλύπτουσα όλη τη χρονική διάρκεια της συμβατικής σχέσης, καθόσον η συνομολόγηση αυτής της ρήτρας «επιτρέπει στον Δότη να διατηρήσει την ομοιομορφία των σημείων πώλησης και να εμποδίσει τους ανταγωνιστές να επωφεληθούν από την εμπορική του επωνυμία». Επιπλέον των παραπάνω η Επιτροπή αναφέρει στις Κατευθυντήριες (παράγρ. 148) ότι «η μεταβίβαση ουσιώδους τεχνογνωσίας συνήθως δικαιολογεί την επιβολή υποχρέωσης μη άσκησης ανταγωνισμού για όλη τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας προμήθειας, όπως για παράδειγμα στο πλαίσιο δικαιόχρησης». Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι ουσιαστικά η Επιτροπή με τις Κατευθυντήριες αίρει για τις Συμβάσεις Franchise, υπό προϋποθέσεις, τον χρονικό περιορισμό της πενταετίας για την επιβολή στον Λήπτη της υποχρέωσης μη άσκησης ανταγωνισμού.
Η μεταβίβαση ουσιώδους τεχνογνωσίας συνήθως δικαιολογεί την επιβολή υποχρέωσης μη άσκησης ανταγωνισμού για όλη τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας προμήθειας, όπως για παράδειγμα στο πλαίσιο δικαιόχρησης.
Δηλαδή εδώ η Επιτροπή φαίνεται να ακολουθεί τη θέση που διατύπωσε το ΔΕΚ (Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Κοινότητας) στην υπόθεση Pronuptia αναφορικά με την επιβολή στον Λήπτη της εν λόγω υποχρέωσης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ΔΕΚ, η επιβαλλόμενη στον Λήπτη υποχρέωση να πωλεί μόνο προϊόντα προερχόμενα από τον Δότη ή από προμηθευτές που αυτός επιλέγει θεωρείται απαραίτητη για την προστασία της καλής φήμης του δικτύου και επομένως δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85 (σημερινό 101) παράγρ. 1 σε δύο περιπτώσεις : α) όταν είναι πρακτικά δύσκολο να καθοριστούν αντικειμενικοί κανόνες ποιότητας λόγω της φύσης των προϊόντων, όπως π.χ. στα είδη μόδας και β) όταν η επίβλεψη της τήρησης αυτών των κανόνων συνεπάγεται, εξαιτίας του ενδεχομένως μεγάλου αριθμού των ληπτών ενός δικτύου franchise, υπερβολικά υψηλό κόστος. Η επιβολή πάντως αυτής της υποχρέωσης αποκλειστικής προμήθειας δεν επιτρέπεται, κατά το ΔΕΚ, να καταλήγει στο να παρεμποδίζει τον Λήπτη να προμηθεύεται τα συμβατικά προϊόντα από άλλους λήπτες. Ο δικαιολογητικός λόγος της ρήτρας αποκλειστικής προμήθειας βρίσκεται στο δικαίωμα του Δότη να ασκεί έλεγχο στην προσφορά εμπορευμάτων από τον Λήπτη, έτσι ώστε οι πελάτες του δικτύου να μπορούν να βρίσκουν σε κάθε Λήπτη εμπορεύματα της ίδιας ποιότητας.
Η επιβολή από τον Δότη στους Λήπτες της υποχρέωσης αποκλειστικής προμήθειας είναι νόμιμη, υπό την προϋπόθεση βέβαια ο Δότης να μην αισχροκερδεί εις βάρος των Ληπτών του.
Η παράβαση από τον Λήπτη αυτής της υποχρέωσης δημιουργεί στον Δότη αξίωση αποζημίωσης. Επειδή η απαγόρευση ανταγωνισμού είναι αφηρημένη, με την έννοια ότι δεν ενδιαφέρει η επέλευση συγκεκριμένης ζημίας αλλά ότι αρκεί η προώθηση ανταγωνιστικών προϊόντων ή η προμήθεια των συμβατικών προϊόντων από άλλες πηγές (εξαιρείται η περίπτωση της προμήθειάς τους από άλλους λήπτες του δικτύου franchise) για να επέλθει η παράβασή της, ο υπόχρεος-Λήπτης δεν προτείνει λυσιτελώς την ένσταση ότι δεν επήλθε πραγματική βλάβη στον Δότη από την ανταγωνιστική του δραστηριότητα. Η ανταγωνιστική δραστηριότητα του Λήπτη δικαιολογεί, εξάλλου, την καταγγελία της Σύμβασης Franchise για σπουδαίο υπαίτιο λόγο. Ο λόγος αυτός είναι ικανός να διαταράξει σοβαρά τη σχέση εμπιστοσύνης που κυριαρχεί στη Σύμβαση Franchise, γεγονός που άλλωστε δικαιολογεί και το άσκοπο της όχλησης ή της θέσης προθεσμίας προς εκπλήρωση. Η συνέχιση της συμβατικής σχέσης δεν είναι κατά κανόνα ανεκτή για τον Δότη. Αυτονόητο είναι ότι η καταγγελία θα πρέπει να θεωρηθεί ως καταχρηστική και συνεπώς άκυρη όταν η συγκεκριμένη ενέργεια του Λήπτη ήταν ήδη γνωστή προ πολλού χρόνου στον Δότη και αυτός την είχε ανεχθεί (αποδυνάμωση δικαιώματος). Ακόμη, η παράβαση της υποχρέωσης μη άσκησης ανταγωνισμού συνιστά λόγο που εμποδίζει τη γένεση τόσο της τυχόν αξίωσης αποζημίωσης πελατείας του Λήπτη, όσο και της αποκατάστασης της περαιτέρω ζημίας του.
Δικαιολογητικός λόγος της ρήτρας αποκλειστικής προμήθειας βρίσκεται στο δικαίωμα του Δότη να ασκεί έλεγχο στην προσφορά εμπορευμάτων από τον Λήπτη, έτσι ώστε οι πελάτες του δικτύου να μπορούν να βρίσκουν σε κάθε Λήπτη εμπορεύματα της ίδιας ποιότητας.
Συμπερασματικά λοιπόν προκύπτει σαφώς από την προεκτεθείσα ανάλυση ότι πράγματι η επιβολή από τον Δότη στους Λήπτες του Δικτύου Franchise της υποχρέωσης αποκλειστικής προμήθειας είναι νόμιμη, υπό τις προϋποθέσεις βέβαια που ήδη αναφέρθηκαν. Όμως, θα πρέπει ο Δότης να μην αισχροκερδεί εις βάρος των Ληπτών του, εκμεταλλευόμενος την τήρηση αυτής της υποχρέωσης, δηλαδή να μην αναγκάζονται οι Λήπτες να αγοράζουν σε πολύ υψηλότερες τιμές τα ίδια προϊόντα, τα οποία πωλούν και άλλοι, μη εγκεκριμένοι από τον Δότη προμηθευτές, γιατί τότε η νομιμότητα της τήρησης αυτής της υποχρέωσης θα τίθεται εν αμφιβόλω (κατάχρηση δικαιώματος), αφού μάλιστα θα έπρεπε να αγοράζουν τα προϊόντα αυτά φθηνότερα (οικονομίες κλίμακος).
Αρκετοί ακολουθούν και κάποιοι προωθούν έναν τύπο συνεργασίας που δεν στηρίζεται στο franchising, θα μπορούσαμε να το πούμε «light franchising». Ποια η γνώμη σας για αυτού του τύπου τις συνεργασίες;
Η διατύπωση γνώμης ή άποψης για αυτού του είδους τις επιχειρηματικές συνεργασίες εξαρτάται αποκλειστικά από το συμβατικό τους περιεχόμενο. Δηλαδή, είναι απαραίτητο κάθε φορά να τίθεται υπόψη του εξειδικευμένου Νομικού Συμβούλου Franchise το συμβατικό κείμενο της συγκεκριμένης συμφωνίας, έτσι ώστε αυτός να μπορεί να το μελετήσει και ακολούθως να εκφέρει την αιτιολογημένη γνώμη του.
Πάντως το ζητούμενο σε αυτού του είδους τις συμφωνίες είναι η δυνατότητά τους να περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του Κοινοτικού Κανονισμού 330/2010 για ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών, έτσι ώστε οι τυχόν αντιανταγωνιστικές ρήτρες που περιέχουν να μην οδηγούν σε ακυρότητες. Τέλος, οδηγός μας κάθε φορά θα πρέπει να είναι ο ορισμός της Δικαιόχρησης (Franchising) που περιλαμβάνεται στο οικείο παράδειγμα των Κατευθυντήριων Γραμμών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εφαρμογή του Κοινοτικού Κανονισμού 330/2010 για τις κάθετες συμφωνίες.
Ποιες οι διαφορές μεταξύ licensing και franchising. Πότε επιλέγεται ο ένας τύπος και πότε ο άλλος;
Τον τελευταίο καιρό έχει ανοιχθεί μια συζήτηση και έχουν κατατεθεί διάφορες απόψεις αναφορικά με το κατά πόσον είναι δυνατή η αντικατάσταση, σε ορισμένες περιπτώσεις, του franchising, ως μεθόδου επιχειρηματικής ανάπτυξης, κυρίως από το licensing, ή δευτερευόντως από συστήματα αποκλειστικής και επιλεκτικής διανομής. Μάλιστα, οι υποστηρικτές της δυνατότητας αντικατάστασης του franchising, βασικά από το licensing, ισχυρίζονται ότι αυτό, δηλαδή το licensing, έχει κάποια σαφή πλεονεκτήματα, ως μέθοδος επιχειρηματικής ανάπτυξης, έναντι του franchising. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Οδηγός μας κάθε φορά θα πρέπει να είναι ο ορισμός της Δικαιόχρησης (Franchising) που περιλαμβάνεται στο οικείο παράδειγμα των Κατευθυντήριων Γραμμών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εφαρμογή του Κοινοτικού Κανονισμού 330/2010 για τις κάθετες συμφωνίες
Franchising και Licensing
Ως licensing ορίζεται η παραχώρηση άδειας χρήσης και εκμετάλλευσης δικαιωμάτων σε άυλα αγαθά
Ομοιότητες
– και στις δύο συμβάσεις υπάρχει ως ουσιαστικό τους στοιχείο η παραχώρηση άδειας χρήσης και εκμετάλλευσης δικαιωμάτων βιομηχανικής και πνευματικής ιδιοκτησίας.
Διαφορές
– η σύμβαση franchising έχει δυναμικό χαρακτήρα, δημιουργεί διαρκώς υποχρεώσεις αμοιβαίας συνεργασίας και υπόκειται σε συνεχή εξέλιξη, ενώ η σύμβαση license έχει στατικό χαρακτήρα περιοριζόμενη στην απλή υποχρέωση του δικαιούχου να ανέχεται την οικονομική αξιοποίηση των άυλων αγαθών του από τον αδειούχο.
– στο licensing δεν υπάρχει ένταξη του αδειούχου στο σύστημα της επιχειρηματικής οργάνωσης του δικαιούχου με συνέπεια να μη γεννώνται οι αντίστοιχες με το franchising συμβατικές υποχρεώσεις των μερών, αλλά αντίθετα η μόνη συμβατική υποχρέωση του δικαιούχου είναι η “παθητική” παραχώρηση της άδειας χρήσης και εκμετάλλευσης των δικαιωμάτων του βιομηχανικής και πνευματικής ιδιοκτησίας στον αδειούχο.
– στο licensing η παραχώρηση της άδειας χρήσης και εκμετάλλευσης τεχνογνωσίας αφορά, κατά κανόνα, τεχνογνωσία τεχνικής φύσεως, με αντικειμενικό σκοπό την κατασκευή από τον αδειούχο των προϊόντων του δικαιούχου και στη συνέχεια την πώλησή τους από τον πρώτο στην τοπική του αγορά, ενώ στο franchising παραχωρείται, κατά κανόνα, άδεια χρήσης και εκμετάλλευσης εμπορικής φύσης τεχνογνωσίας, με αντικειμενικό σκοπό τη διάθεση από τον Λήπτη των προϊόντων ή/και υπηρεσιών του συστήματος, με εξαίρεση βέβαια την περίπτωση του franchising παραγωγής ή βιομηχανικού.
– στο licensing ο αδειούχος καταβάλλει στον δικαιούχο περιοδικώς χρηματικά ποσά (royalties) ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση σε αυτόν της άδειας χρήσης και εκμετάλλευσης δικαιωμάτων βιομηχανικής και πνευματικής ιδιοκτησίας, ενώ στο franchising η περιοδική καταβολή από τον Λήπτη στον Δότη των χρηματικών ποσών που αντιστοιχούν στα διαρκή δικαιώματα γίνεται, κυρίως, ως αντάλλαγμα για την παροχή από τον δεύτερο στον πρώτο υπηρεσιών συνεχούς υποστήριξης καθ’ όλη τη διάρκεια της συμβατικής τους σχέσης.
Γίνεται, συνεπώς, φανερό από τα παραπάνω ότι ουσιαστικά πρόκειται για δύο διαφορετικής φύσης μορφές επιχειρηματικής συνεργασίας. Έτσι, θεωρούμε ότι το δίλημμα franchising ή licensing είναι ψευδοδίλλημα. Ποια είναι τα σημεία πρόκλησης ή τα σημεία αιχμής συγκρούσεων μεταξύ franchisor και franchisees που αντιμετωπίζουν τα δικαστήρια σήμερα σχετικά με το franchising; Αυτά είναι συνήθως τα ακόλουθα:
• Άρνηση της καταβολής από τον Λήπτη στον Δότη των συμφωνηθέντων με τη Σύμβαση Franchise ποσών, και βασικά αυτών που αντιστοιχούν στα Διαρκή Δικαιώματα (Royalties).
• Προμήθεια και πώληση από τον Λήπτη ανταγωνιστικών προϊόντων ή/και προϊόντων τα οποία έχει προμηθευτεί από μη εγκεκριμένους από τον Δότη προμηθευτές.
• Η μη τήρηση από μέρους του Λήπτη των προδιαγραφών και οδηγιών του Δότη για τον τρόπο λειτουργίας της επιχείρησής του.
• Η παρεμπόδιση από τον Λήπτη της άσκησης επιθεώρησης και ελέγχου της επιχείρησής του από τον Δότη.
• Η μη παροχή υποστήριξης από τον Δότη σε θέματα οργάνωσης και λειτουργίας της επιχείρησης του Λήπτη.
• Ο εφοδιασμός του Λήπτη με ελαττωματικά προϊόντα.
• Η ελλιπής τροφοδοσία με προϊόντα του καταστήματος του Λήπτη.
• Η συνέχιση της λειτουργίας από τον Λήπτη του καταστήματός του και μετά τη λύση της Σύμβασης Franchise.
Η σύμβαση franchising έχει δυναμικό χαρακτήρα, δημιουργεί διαρκώς υποχρεώσεις αμοιβαίας συνεργασίας και υπόκειται σε συνεχή εξέλιξη. Η σύμβαση license έχει στατικό χαρακτήρα περιοριζόμενη στην απλή υποχρέωση του δικαιούχου να ανέχεται την οικονομική αξιοποίηση των άυλων αγαθών του από τον αδειούχο.