Τάσεις συγκέντρωσης της οικονομικής δραστηριότητας σε μεγάλες επιχειρήσεις και σε επιμέρους τομείς του κλάδου καταδεικνύει η Ετήσια Έκθεση Ελληνικού Εμπορίου 2023, μια εξέλιξη η οποία διευρύνει την απόσταση μεταξύ μεγαλύτερων και μικρότερων επιχειρήσεων.
Ειδικότερα, οι εργοδότες στον εμπορικό κλάδο μειώθηκαν κατά πολύ, το τελευταίο έτος, (-12,4%) και ακολούθησαν οι βοηθοί (-10,8%), ενώ οι αυτοαπασχολούμενοι συνέχισαν την πτωτική, εδώ και χρόνια, πορεία τους (-4,4%). Η σχετικά μικρότερη ποσοστιαία υποχώρηση της μεγαλύτερης, σε μέγεθος, κατηγορίας, αυτής των μισθωτών (-1,1%), περιόρισε τη μείωση της απασχόλησης σε ολόκληρο το εμπόριο. Όπως σημειώνει η έρευνα, το τελευταίο επιβεβαιώνει τη συνεχιζόμενη συγκέντρωση που καταγράφεται στο εμπόριο τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, για το 2023, στο σύνολο του κλάδου, αντιστοιχούσαν 6,0 μισθωτοί ανά εργοδότη από 5,3 το 2022 και 4,2 το 2008.
Παράλληλα, ο αριθμός των εμπορικών εταιρειών οι οποίες είχαν έδρα στην περιφέρεια Αττικής, ανήλθε σε 3.505, αποτελώντας το 58,2% του συνόλου, γεγονός ενδεικτικό της πολύ υψηλής γεωγραφικής συγκέντρωσης της εμπορικής δραστηριότητας. Το ενεργητικό τους κάλυπτε το 80,0% του συνολικού ενεργητικού, και οι πωλήσεις τους το 81,7% των συνολικών πωλήσεων.
Ο Γενικός Δείκτης Κύκλου Εργασιών αυξήθηκε κατά στο λιανικό εμπόριο κατά 3,2% για το πρώτο 11μηνο του 2023 συγκριτικά με το αντίστοιχο του 2022, ενώ μειώθηκε κατά 3,8% ο Δείκτης Όγκου για την ίδια περίοδο εξαιτίας του πληθωρισμού. Η αύξηση του κύκλου εργασιών καταγράφει μια κόπωση η οποία οφείλεται, εν πολλοίς, στην πληθωριστική κλιμάκωση.
Το εμπόριο παραμένει ο κορυφαίος εργοδότης της ελληνικής οικονομίας
H έκθεση του 2023 επιβεβαιώνει για ένα ακόμα έτος ότι ο κλάδος του εμπορίου με κύκλο εργασιών που υπερβαίνει τα 169,4 δισ. ευρώ και στον οποίο δραστηριοποιούνται περισσότερες από 227.000 επιχειρήσεις, αποτελεί και τον μεγαλύτερο εργοδότη της ελληνικής οικονομίας απασχολώντας 700.000 άτομα.
Όμως, η απασχόληση για το 2023 καταγράφει μείωση κατά 3,5%, σε σχέση με το 2022 η οποία οφείλεται στη μείωση των θέσεων εργασίας σε όλους τους επιμέρους κλάδους, με την υψηλότερη να καταγράφεται στον κλάδο των αυτοκινήτων (19,4%). Στο λιανικό εμπόριο καταγράφεται τόνωση της μισθωτής απασχόλησης (2,5% σε σχέση με το 2022).
Εξαιρώντας την περίοδο της κρίσης χρέους, με τις εξαιρετικά έντονες αναταράξεις, το απόλυτο μέγεθος των εργαζομένων στον κλάδο προσεγγίζει το αντίστοιχο του 2000, κάτι που υπογραμμίζει, τόσο τις πιέσεις που έχουν ασκηθεί σωρευτικά στην κατανάλωση και, κατ’ επέκταση, στην απασχόληση στον κλάδο όσο και τους ίδιους τους μετασχηματισμούς που έλαβαν χώρα ενδοκλαδικά.
Σε κατάσταση «εγκλωβισμού στασιμότητας» οι μικρότερες επιχειρήσεις
Η συρρίκνωση στον κλάδο του εμπορίου επηρεάζει αρνητικά τις επιδόσεις των μικρότερων επιχειρήσεων οι οποίες μοιάζουν παγιδευμένες σε μια κατάσταση «εγκλωβισμού στασιμότητας». Όπως προκύπτει από την πρωτογενή έρευνα του ΙΝΕΜΥ, οι μικρότερες επιχειρήσεις, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειονότητα των εμπορικών επιχειρήσεων, μπορεί μεν να επιδεικνύουν μια σημαντική ανθεκτικότητα ωστόσο μοιάζουν να είναι εγκλωβισμένες στις χαμηλές επιδόσεις των επάλληλων κρίσεων.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ετήσιας Έκθεσης, οι κυριότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι εμπορικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να είναι:
- η διαχείριση των ανατιμήσεων (6 στα 7),
- οι οικονομικές υποχρεώσεις (5,9 στα 7) και
- η ρευστότητα (5,2 στα 7).
Η ενεργειακή κρίση επιδρά αρνητικά στη λειτουργία των εμπορικών επιχειρήσεων καθώς για το 85,7% των εμπορικών επιχειρήσεων ο κύκλος εργασιών έχει επηρεαστεί αρνητικά από τις ανατιμήσεις στο κόστος ενέργειας ενώ το 23% των εμπορικών επιχειρήσεων αντιμετωπίζουν αυξήσεις της τάξης 21-30% στο ενεργειακό κόστος.
Η στασιμότητα των επιδόσεων, σε συνδυασμό με την πληθωριστική κλιμάκωση εξωθούν τις εμπορικές επιχειρήσεις να δώσουν προτεραιότητα στη βραχυπρόθεσμη βιωσιμότητα και όχι στον μακροπρόθεσμο δίδυμο μετασχηματισμό τους. Το κόστος του ψηφιακού μετασχηματισμού και της πράσινης μετάβασης δεν αξιολογείται ως πρόκληση πρώτης προτεραιότητας καθώς τα εμπόδια του οικονομικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος εξωθούν τις επιχειρήσεις να εστιάσουν στη βραχυπρόθεσμη βιωσιμότητα τους και όχι στον μακροπρόθεσμο, αλλά αναγκαίο, μετασχηματισμό τους.
Στο 49% το ποσοστό των εταιρειών με στασιμότητα τζίρου
Σε σύγκριση με τα αντίστοιχα εξάμηνα των ετών από το 2020 έως το 2023, προκύπτει ότι το ποσοστό των επιχειρήσεων με χαμηλότερο κύκλο εργασιών (έως 20.000) ακολουθεί φθίνουσα πορεία (36%, το 2023, από 40%, το 2022), μεταβολή που μοιάζει να μετατοπίζεται στην αμέσως επόμενη κλίμακα κύκλου εργασιών, από 20.001-50.000, η οποία καταγράφει ανοδική τάση, κατά τη διάρκεια της εν λόγω τριετίας (38%, το 2023).
Επιπροσθέτως, ο αριθμός των επιχειρήσεων, με κύκλο εργασιών 50.001-100.000, μειώνεται ελαφρώς κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες, σε σύγκριση με πέρυσι, ενώ φαίνεται ότι ενισχύεται η κατηγορία κύκλου εργασιών άνω των 100.001 σε 13%, το 2023, φθάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο από το 2019 έως σήμερα (13%, το 2023, έναντι 9%, το 2022).
Παρουσιάζεται επίσης μια σημαντική συρρίκνωση της αναλογίας των επιχειρήσεων που κατέγραψαν μείωση του κύκλου εργασιών, κατεβαίνοντας στο 33%, έναντι 53%, το 2022, αναλογία σημαντικά χαμηλότερη όλων των τελευταίων οκτώ ετών.
Αντίστοιχα, η μεταβολή αυτή φαίνεται να μετατοπίζεται στην κατηγορία επιχειρήσεων με σταθερό κύκλο εργασιών, συγκεντρώνοντας το 49% (έναντι 27%, το 2022). Ο εξαμηνιαίος κύκλος εργασιών της αντιπροσωπευτικής επιχείρησης ενισχύθηκε συγκριτικά με το προηγούμενο έτος (από 61.533 ευρώ το 2022 σε 64.368 ευρώ το 2023).
Μειωμένη κατά 24,4% σε σχέση με το 2008 η καταναλωτική δαπάνη
Η μέση καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε το 2022, σε ετήσια βάση, κατά 12,7% αλλά παραμένει κατά 24,4% χαμηλότερη της αντίστοιχης του 2008. Όπως είναι αναμενόμενο, όταν η καταναλωτική δαπάνη συρρικνώνεται, τότε μεγαλύτερο μερίδιό της κατευθύνεται για την κάλυψη ανελαστικών δαπανών (ειδών διατροφής και μη οινοπνευματωδών).
Ενώ το 2019 σημειώνεται μια αύξηση της μηνιαίας δαπάνης, εντούτοις οι απώλειες της καταναλωτικής δαπάνης, κατά το πρώτο πανδημικό έτος (2020), οδήγησαν τον μέσο όρο της συνολικής μηνιαίας δαπάνης κάτω από την τιμή του 2018.
Ακόμη και η παρατηρούμενη ανοδική τάση της δαπάνης, κατά το δεύτερο έτος της πανδημικής κρίσης (2021), της τάξης του 6,6%, δεν φαίνεται να αποκαθιστά τις απώλειες του 2020, καθώς η συνολική μηνιαία δαπάνη του 2021 υπολείπεται τόσο της δαπάνης του 2019 όσο και του 2018.
Στον αντίποδα, το 2022, η δαπάνη αυξάνεται σημαντικά κατά 12,72%, σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Θα πρέπει, ωστόσο, στην αύξηση αυτή να συνυπολογιστεί το γεγονός ότι ο πληθωρισμός ανήλθε το 2023 στο 3,5%.
Το 2022, το μερίδιο για την αγορά ειδών ένδυσης (3,6%) είναι το χαμηλότερο των τελευταίων ετών, με εξαίρεση το έτος εκδήλωσης της πανδημίας (2020). Το 2022, μόνο οι περιφέρειες Αττικής και Νοτίου Αιγαίου υπερέβησαν τον εθνικό μέσο όρο καταναλωτικής δαπάνης.
Αττική και Νότιο Αιγαίo αυξάνουν σταθερά το ποσοστό ως προς τον εθνικό μέσο όρο της καταναλωτικής δαπάνης
Kατά την πενταετία 2018-2022, η διάρθρωση της περιφερειακής κατανομής της καταναλωτικής δαπάνης φαίνεται να μη μεταβάλλεται, γεγονός που υποδεικνύει την «επιμονή» των περιφερειακών ανισοτήτων, όπως αυτές αντανακλώνται στην καταναλωτική δαπάνη.
Ακόμη και η πανδημική κρίση φαίνεται ότι δεν επέφερε μεταβολές στη δομή της περιφερειακής κατανομής της δαπάνης, αλλά μάλλον σταθεροποίησε τις ήδη υπάρχουσες ανισότητες της καταναλωτικής δαπάνης μεταξύ των περιφερειών.
Έτσι, φαίνεται ότι η περιφέρεια της Αττικής αυξάνει, κατά την περίοδο 2018-2022, σταθερά το ποσοστό της ως προς τον εθνικό μέσο όρο της καταναλωτικής δαπάνης, όπως επίσης και η περιφέρεια του Νότιου Αιγαίου.
Αντίθετα, οι περιφέρειες της Στερεάς Ελλάδας, της Δυτικής Ελλάδας, της Ηπείρου, της Πελοποννήσου, του Βορείου Αιγαίου, της Θεσσαλίας και της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης είναι αυτές όπου η καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών τους υπολείπεται σταθερά και κατά σημαντικό βαθμό από τον εθνικό μέσο όρο.